Μιράντολα

Μιράντολα
(Mirandola). Πόλη (21.500 κάτ. το 2001) της Ιταλίας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα της χώρας στην περιοχή της Εμίλια-Ρομάνια, στον δρόμο μεταξύ Μοντένας και Βερόνας. Πρόκειται για ανθηρό αγροτικό και κτηνοτροφικό κέντρο. Η γύρω περιοχή παράγει επίσης διάφορα αγροτικά προϊόντα. Ιστορία. Η Μ. αναφέρεται για πρώτη φορά το 1102, ως φέουδο της κόμισσας Ματίλντας, στην οποία οφείλεται και η οικοδόμηση του φρουρίου της. Ο οικισμός άρχισε να αναπτύσσεται κυρίως μετά τον 12o αι. Το 1703 οι Γάλλοι κατέλαβαν την περιοχή. Το φέουδο πουλήθηκε τότε στον δούκα της Μοντένα, ο οποίος το διατήρησε έως το 1860. Στο μεταξύ, το 1511, υπήρξε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων μεταξύ Γάλλων και στρατευμάτων του πάπα. Από τα αξιόλογα κτίσματα του παρελθόντος της διασώζονται σήμερα το Δημαρχείο του 15ου αι., υπολείμματα του φρουρίου και η εκκλησία του Αγίου Φραγκίσκου, όπου βρίσκονται οι τάφοι της οικογένειας Πίκο, από την οποία καταγόταν και η κόμισσα Ματίλντα. Η κεντρική πλατεία της ιταλικής πολης Μιράντολα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Πίκο ντέλα Μιράντολα, Τζοβάννι — (Pico della Mirandola, Μιράντολα, Μόντενα 1463 – Φλωρεντία 1494). Ιταλός φιλόσοφος. Σπούδασε κανονικό δίκαιο στην Μπολόνια και φιλολογία στη Φεράρα, όπου γνώρισε το Σαβοναρόλα και τον Μπατίστα Γκουαρίνο, και φιλοσοφία στην Πάντοβα. Στη Φλωρεντία …   Dictionary of Greek

  • καββάλα — (εβρ. kabbalah). Εβραϊκή μυστικιστική διδασκαλία, η οποία κατά τον 12o αι. άρχισε να αποκτά δική της οντότητα μέσα στο σύνολο των εβραϊκών μυστικιστικών διδασκαλιών. Σε αυτήν συναντώνται στοιχεία προηγούμενων ιουδαϊκών αντιλήψεων, αραβικής… …   Dictionary of Greek

  • ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… …   Dictionary of Greek

  • πλατωνισμός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια πνευματική κατεύθυνση που προχωρεί πολύ πέρα από τα όρια μιας συγκεκριμένης φιλοσοφικής σχολής (αυτής που ίδρυσε ο Πλάτων) για να γίνει μια γενική τάση της σκέψης που, με διάφορες μορφές και τρόπους, ξαναγυρίζει …   Dictionary of Greek

  • σχολείο — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… …   Dictionary of Greek

  • σχολειό — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… …   Dictionary of Greek

  • φαντασία — Με την πλατιά έννοια, μπορεί να ονομαστεί η παραγωγή εικόνων, συνειδητών δηλαδή νοητικών παραστάσεων, που έχουν κάποιον βαθμό ομοιότητας με αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου ή κάποια αναφορά σε αυτά. Ο βαθμός συνάφειας του υποκειμενικού ψυχικού… …   Dictionary of Greek

  • Αδραμυττηνός, Εμμανουήλ — (Κρήτη 1445; – Παβία, Ιταλία 1485;).Κρητικός λόγιος. Το όνομά του συνδέεται με την ανάπτυξη των ελληνικών σπουδών στη Βενετία. Άσκησε σημαντική επιρροή σε διάσημους Ιταλούς ουμανιστές και είχε σχέσεις με τους πρώτους Κρητικούς τυπογράφους της… …   Dictionary of Greek

  • Ελιγιά ντελ Μέντεγκο — (Elijah ben Moses Abba Delmedigo, Κρήτη 1460 – 1497). Φιλόσοφος και νομομαθής. Γεννήθηκε στην Κρήτη (ήταν γνωστός και ως Elijah Cretensis) και σε νεαρή ηλικία μετέβη στην Ιταλία. Διετέλεσε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα, όπου διακρίθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”